-
1 εἰσποιέω
A give in adoption, ;τὸν παῖδα εἰς τὸν οῖκόν τινος D.43.15
;τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Is.10.17
(but the same phrase is used of a father who begets, Id.6.22); εἰ. τινὰ εἰς τὰ χρήματά τινος make him heir to the property, Id.10.12, cf. 16,17, etc.; εἰ. σαυτὸν Ἄμμωνι, of Alexander, Plu. Alex. 50 : metaph.,[ ἡπαντάρβη] attracts,Philostr.
VA3.46:—[voice] Med., adopt as one's son, D.44.34, Ph.2.86, D.C.44.5 :— [voice] Pass., εἰσποιηθῆναι πρός τινα to be adopted into his family, D.44.27; ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ib.36.2 generally, εἰ. τινὰς εἰς λῃτουργίαν bring new persons into the public service, Id.20.19,20 ; τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὑτόν forced himself in as partaker, Din.1.32; εἰ. ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν introduce panegyric into history, Luc. Hist.Conscr. 9; εἰ. ἑαυτὸν εἰς δύναμίν τινος thrust himself into another's authority, Plu.Pomp.16; εἰ. Ἡσιόδῳ Θεογονίαν father it on him, Paus.9.27.2.3 τὸ τάχος [ τὴν τίγριν] ἐς. τοῖς ἀνέμοις adopts into the family of winds, i.e. makes it as swift as the winds, Philostr. VA 3.48.II [voice] Med., interuene, meddle in an affair, CPHerm.6.10 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσποιέω
См. также в других словарях:
εισποιώ — εἰσποιῶ ( έω) (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ 2. εισάγω 3. αποδίδω σε κάποιον 4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν») 5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τόν κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν)… … Dictionary of Greek
τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… … Dictionary of Greek